- τροχιαῖος
- -α,-ον A 0-0-0-0-1=1 4 Mc 11,10worked by a wheel; περὶ τροχιαῖον σφῆνα over a rolling wedge; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
τροχιαίος — αία, ον, Α αυτός που λειτουργεί με τροχό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + κατάλ. ιαῖος*] … Dictionary of Greek